- σχεδιαστής
- architecte
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σχεδιαστής — ο θηλ. σχεδιάστρια 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη σχεδίαση: Εργάζεται ως σχεδιαστής κοντά σε κάποιον πολιτικό μηχανικό. 2. γενικά αυτός που σχεδιάζει: Σχεδιαστής της μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδιαστής — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σχεδιάστρια Ν [σχεδιάζω] νεοελλ. αυτός που σχεδιάζει και, κυρίως, αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση αρχιτεκτονικών, μηχανολογικών, τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων («σχεδιάστρια μόδας») αρχ. 1. αυτός που λέει, γράφει ή… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
Γκαλιάνο, Τζον — (John Galliano, Γιβραλτάρ 1960 –). Βρετανός σχεδιαστής μόδας. Ο Γ. σπούδασε στο Saint Martin’s College of Art and Design του Λονδίνου και ξεκίνησε την επαγγελματική του ενασχόληση στον χώρο της μόδας στην ίδια πόλη, ιδρύοντας δική του εταιρεία.… … Dictionary of Greek
Γκίλιαμ, Τέρι — (Terry Gilliam,Μινεάπολη 1940 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σχεδιαστής, σεναριογράφος και ηθοποιός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αλλά το σκίτσο ήταν αυτό που τον προσέλκυσε επαγγελματικά. Συνάντησε τον ηθοποιό Τζον… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
Ιμς, Τσαρλς — (Charles Eames, Σεντ Λούις 1907 – 1978). Αμερικανός αρχιτέκτονας και μορφολόγος σχεδιαστής (designer). Ανήκει, μαζί με τους Μίσα Μπλακ, Πόντι, Στιγκ Λίντερ, Νίτσολι, Τάπιο Βιρκάλα, Αλμπίνι και Έρικ Χέρλοου, στην ομάδα των αρχιτεκτόνων που… … Dictionary of Greek
Κοσέν — (Cochin). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων και χαρακτών του 17ου και του 18ου αι. 1. Νικολά ο πρεσβύτερος (Nicolas, Τρουά 1610 – Παρίσι 1686). Σχεδιαστής και χαράκτης, αρχηγός της οικογένειας K. Εικονογράφησε τα στρατιωτικά χρονικά των… … Dictionary of Greek
Μόχολι-Νάγκι, Λάζλο — (Lazlo Moholy Nagy, Μπακς Μποντρόγκ 1895 – Σικάγο 1947). Ούγγρος αρχιτέκτονας, ζωγράφος, μορφολόγος σχεδιαστής και διακοσμητής. Καθηγητής το 1923 στο Μπαουχάους, διακρίθηκε όχι μόνο για τα ζωγραφικά του έργα αλλά και για τα φωτομοντάζ του. Με την … Dictionary of Greek
Μπάρτον, Τιμ — (Tim Burton, Λος Αντζελες 1958 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, σχεδιαστής και παραγωγός του κινηματογράφου. Συγκαταλέγεται στους ταλαντούχους δημιουργούς της νεότερης γενιάς που συνηθίζει να μπλέκει τα παραμύθια, τις φανταστικές… … Dictionary of Greek